παράπληκτος

παράπληκτος
-η, -ο / παράπληκτος, -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ [παραπλήσσω]
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον
με μανιώδη τρόπο, με μανία
αρχ.
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράπληκτος — frenzy stricken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράπληκτον — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem acc sg παράπληκτος frenzy stricken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήκτους — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήκτῳ — παράπληκτος frenzy stricken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληγία — (Ιατρ.). Η παράλυση και των δύο κάτω ή δύο άνω άκρων. Είναι αποτέλεσμα οργανικών παθήσεων του νευρικού συστήματος (οργανική π.). Σε μερικές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα ψυχογενών διαταραχών, όπως η π. στην υστερία. * * * και παραπληξία, η / ιων.… …   Dictionary of Greek

  • παραπληκτίζω — Α [παράπληκτος] παραπληκτεύομαι* …   Dictionary of Greek

  • παραπληκτεύομαι — Α [παράπληκτος] είμαι παραφρων …   Dictionary of Greek

  • παραπλάκτῳ — παραπλά̱κτῳ , παράπληκτος frenzy stricken masc/fem/neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”