- παράπληκτος
- -η, -ο / παράπληκτος, -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ [παραπλήσσω]νεοελλ.αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικόςμσν.(το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτονμε μανιώδη τρόπο, με μανίααρχ.1. μανιακός, παράφρονας, τρελός2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.